καμώνω

καμώνω
(Μ καμώνω)
μέσ. καμώνομαι
1. υποκρίνομαι, προσποιούμαι («τότε καμώθηκε πως ήταν άρρωστος»)
2. ακκίζομαι, κάνω νάζια
3. σιωπώ, μένω άφωνος, δεν μιλώ («όταν μιλώ εγώ, εσύ να καμώνεσαι»)
μσν.
αροτριώ, οργώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. -καμ-ον τού κάμνω + κατάλ. -ώνω, υποχωρητικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακάμωτος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 17 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοκητικά στον δήμο Κοφινά. * * * η, ο 1. εκείνος που δεν είναι καμωμένος, ο μισοτελειωμένος «δουλειές ακάμωτες», «δρόμος ακάμωτος» 2.… …   Dictionary of Greek

  • κάμωμα — το [καμώνω] (Μ κάμωμα[ν] και κάμουμα) 1. ενέργεια, έργο, πράξη 2. ίδρυση, κατασκευή, φτειάξιμο 3. (ιδίως στον πληθ.) τα καμώματα τα κατορθώματα νεοελλ. 1. (για καρπούς) ωρίμαση, γίνωμα, ωρίμασμα 2. (μτφ., στον πληθ.) τα καμώματα α) πείσματα,… …   Dictionary of Greek

  • μηχανοκάμωτος — η, ο ο μηχανοποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + καμωτός (< καμώνω)] …   Dictionary of Greek

  • ξεκάμωμα — το το ξέκαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + κάμωμα (< καμώνω)] …   Dictionary of Greek

  • ξεκαμωμός — ο το ξέκαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + καμώνω] …   Dictionary of Greek

  • χεροκάμωτος — η, ο, Ν χειροποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι (βλ. και λ. χειρ[ο] ) + καμωτός (< καμώνω / κάνω), πρβλ. ζαχαρο κάμωτος] …   Dictionary of Greek

  • χοντροκάμωτος — η, ο, Ν χοντροκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + καμωτός (< καμώνω / κάνω), πρβλ. χερο κάμωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”