ακάμωτος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 17 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοκητικά στον δήμο Κοφινά. * * * η, ο 1. εκείνος που δεν είναι καμωμένος, ο μισοτελειωμένος «δουλειές ακάμωτες», «δρόμος ακάμωτος» 2.… … Dictionary of Greek
κάμωμα — το [καμώνω] (Μ κάμωμα[ν] και κάμουμα) 1. ενέργεια, έργο, πράξη 2. ίδρυση, κατασκευή, φτειάξιμο 3. (ιδίως στον πληθ.) τα καμώματα τα κατορθώματα νεοελλ. 1. (για καρπούς) ωρίμαση, γίνωμα, ωρίμασμα 2. (μτφ., στον πληθ.) τα καμώματα α) πείσματα,… … Dictionary of Greek
μηχανοκάμωτος — η, ο ο μηχανοποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + καμωτός (< καμώνω)] … Dictionary of Greek
ξεκάμωμα — το το ξέκαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + κάμωμα (< καμώνω)] … Dictionary of Greek
ξεκαμωμός — ο το ξέκαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + καμώνω] … Dictionary of Greek
χεροκάμωτος — η, ο, Ν χειροποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι (βλ. και λ. χειρ[ο] ) + καμωτός (< καμώνω / κάνω), πρβλ. ζαχαρο κάμωτος] … Dictionary of Greek
χοντροκάμωτος — η, ο, Ν χοντροκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + καμωτός (< καμώνω / κάνω), πρβλ. χερο κάμωτος] … Dictionary of Greek